- καλοκαιριάτικος
- -η, -οεπίρρ. -α θερινός: Μας έβαλε τα καλοκαιριάτικα ρούχα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοκαιριάτικος — η, ο καλοκαιρινός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλοκαίρι. επίρρ... καλοκαιριάτικα σε εποχή καλοκαιριού, κατά το θέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλοκαίρι + κατάλ. άτικος (πρβλ. κυριακ άτικος, μεσημερι άτικος)] … Dictionary of Greek
καλοκαιρινός — ή, ό (Μ καλοκαιρινός, ή, όν) [καλοκαίρι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλοκαίρι ή γίνεται κατά το καλοκαίρι, θερινός, καλοκαιριάτικος (α. «καλοκαιρινά ρούχα» β. «καλοκαιρινό ταξίδι». 2. φρ. «τό κάναμε καλοκαιρινό» φέραμε πλήρη αναστάτωση … Dictionary of Greek